- ισόπετρος
- ἰσόπετρος, -ον (ΑΜ)μσν.(για τον άγιο Ιωάννη) ίσος, ισάξιος με τον απόστολο Πέτροαρχ.ὅμοιος με πέτρα, βραχώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσόπετρος< ἰσ(ο)-* + πέτρα, ενὼ το μσν. ἰσόπετρος < ἰσ(ο)-* + Πέτρος].
Dictionary of Greek. 2013.